Μάτια κενά, με βλέμμα μεστό, καρδιές πληγωμένες μα ακόμα όμορφες, άνθρωποι μονάχοι με σώματα που δεν νιώθουν παρά μόνο την απουσία. Νοσταλγούν, μάτια που δακρύζουν συχνά, στόματα που σιωπούν, άνθρωποι μέσα σε τέσσερις τοίχους κι ίσως κάπου να παίζει ξεχασμένο ένα ράδιο, άνθρωποι μονάχοι.
Τους αναγνωρίζεις μέσα στο πλήθος, περπατούν με βλέμμα θολό, είναι διακριτικοί, απολαμβάνουν τη δύση καθισμένοι σε ένα παγκάκι, διαβάζουν το βιβλίο τους στην καφετέρια και τη νύχτα επιμένουν να κάθονται στο σκοτάδι, ίσως έτσι η μοναξιά να γίνεται πιο υποφερτή, ίσως έτσι να σταματούν τις σκέψεις τους.
Είναι κακό να είσαι μόνος; Αλήθεια αναγνωρίζουμε τη διττή υπόσταση της μοναξιάς; Υπάρχουν άνθρωποι μόνοι από επιλογή και άλλοι που δεν το επέλεξαν, απλά τους το πρόσφερε η ζωή. Αν δεν έχεις βιώσει τη μοναξιά, ακούσια ή εκούσια, δεν μπορείς να νιώσεις αυτούς τους ανθρώπους.
Η ενσυναίσθηση άλλωστε είναι ένα σπάνιο προσόν που διαθέτουν ελάχιστοι άνθρωποι. Δεν είναι βλέπετε ένα χάρισμα που αποτυπώνεται στο δήθεν σύγχρονο κόσμο μας. Δεν κερδίζει περισσότερα likes και σίγουρα δεν γράφει όμορφα στο φωτογραφικό φακό. Είναι όμως η ζωή μας ένα παζλ από πειραγμένες φωτογραφίες;
Προσωπικά απολαμβάνω πολλές φορές τη μοναξιά, την επιλέγω ενίοτε γιατί με κουράζει το «ξόδεμα» του εαυτού μου μέσα στην ανούσια πολυκοσμία των καιρών. Δεν μετράει ίσως τελικά η ποσότητα αλλά η ποιότητα. Με έμαθε λοιπόν το ταξίδι της ζωής μου να μην «ξοδεύομαι» μέσα στους πολλούς αλλά να εκτιμώ τους λίγους και πολύ περισσότερο να εκτιμώ την μοναξιά μου. Άλλωστε οι ώρες αυτές είναι για μένα η αφετηρία της προσωπικής μου εξέλιξης.
Η δεύτερη μορφή της μοναξιάς, της ακούσιας μοναξιάς, είναι όμως μια διαφορετική κατάσταση. Τη βιώνουν συνήθως άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας, άνθρωποι που είτε μεγάλωσαν τα παιδιά τους κι εκείνα τώρα δεν έχουν χρόνο να τους αφιερώσουν γιατί μεγαλώνουν τα δικά τους παιδιά, είτε κάποιοι που δεν έκαναν οικογένεια, ή έκαναν και τελικά κατέληξαν μονάχοι.
Πάντα τις Κυριακές η σκέψη μου τρέχει κοντά τους. Είναι που η Κυριακή για μένα σημαίνει ένα μεσημεριανό τραπέζι με όλη την οικογένεια, κι έπειτα ένας καφές με τους φίλους. Αυτές τις μέρες λοιπόν συχνά σκέφτομαι όλους εκείνους που είναι μονάχοι μέσα σε τέσσερις τοίχους.
Πόσο αργά να κυλάνε οι ώρες… πόσο ασφυκτικοί γίνονται οι τοίχοι του σπιτιού… του σπιτιού που είναι καταφύγιο. Κάτι τέτοιες ώρες συνειδητοποιώ πόσο σημαντική γίνεται η τηλεόραση. Δίνει την ψευδαίσθηση της συντροφιάς. Μοναχικές μορφές να ετοιμάζουν το φαγητό για το μεσημέρι. Πόσο πιο άνοστο αλήθεια είναι το φαγητό όταν δεν έχεις να το μοιραστείς;
Μην ξεγελιέστε δεν τους λυπάμαι όσους είναι μόνοι ακούσια, δεν τους λυπάμαι γιατί φέρουν έντονα τα σημάδια της ζωής. Έζησαν και έφτασαν σε αυτή τη μοναξιά. Τόλμησαν να αγαπήσουν, τόλμησαν να κάνουν οικογένεια, ή ακόμα και να μην κάνουν. Τόλμησαν να φάνε από το πιάτο της ζωής και όχι απλά να καμώνονται πως δοκιμάζουν!
Θα ήθελα να τρυπώσω μια μέρα σε ένα τέτοιο σπίτι, να ανοίξω τις πόρτες και τα παράθυρα να πλημμυρίσει με φώς, να μπω λαθραία στην κουζίνα και να φτιάξω ένα κυριακάτικο γεύμα, όχι τίποτα πολυτέλειες, ένα ψητό στο φούρνο με πατάτες, να ανοίξω κι ένα κόκκινο κρασί και να ακούσω την ιστορία του μοναχικού ανθρώπου. Να ξεφυλλίσω τα άλμπουμ του και να τον κάνω να θυμηθεί τα κομμάτια της ζωής του. Να τραγουδήσω μαζί του κάτι από εκείνα τα χρόνια και τη νύχτα να τον σκεπάσω με το σεντόνι και να γλιστρήσω σαν σκιά μακριά….
Άνθρωποι μονάχοι μέσα σε τοίχους που γίνονται φυλακές, άνθρωποι μονάχοι διαβάτες στους ασφυχτικά γεμάτους δρόμους των πόλεων, άνθρωποι μονάχοι με ενθύμια μιας ζωής που πέρασε… Άνθρωποι μονάχοι με μεστωμένες από τη ζωή καρδιές… κι εμείς μονάχοι με κενές καρδιές από φόβο μην εκτεθούμε.
Άνθρωποι μονάχοι!
About the author
Ένα ταξίδι είναι η ζωή, μια βόλτα με φίλους. Καθε μερα της μας χαρίζει "εύρετρα", κάθε νύχτα της ξυπνάει τα θέλω που βάλαμε νωρίς για ύπνο. Ακροβάτης είμαι ανάμεσα σε θέλω και πρέπει, χαράζω λέξεις σε χαρτιά και τις αφήνω να πετάξουν μακριά.