Πως θα ήταν η ζωή μας αν δεν κρύβαμε τίποτα από τους άλλους;
«Καλημέρα! Τι κάνεις;»
Κλασσική ερώτηση γνωστού που μας πετυχαίνει στο δρόμο. Η απάντηση, επίσης κλασσική. «Καλά! Εσύ;»
Τις περισσότερες φορές το «Εσύ;» δεν παίρνει απάντηση. Φανταστείτε να μην μπορούσαμε να κρύψουμε τίποτα από τον συνομιλητή μας. Αυτό θα ήταν Θεού δώρο ή κατάρα; Θα μας έκανε πιο ειλικρινείς, άρα πιο αληθινούς. Πόσους φίλους θα είχαμε κερδίσει με αυτό τον τρόπο, αλλά και πόσους εχθρούς;
Ας το θέσουμε αυτό στην πράξη. Έχουμε την Ελευθερία και την Μαρία. «Φίλες» πριν αρκετά χρόνια, τώρα πια «αχ ναι καλέ, την θυμάμαι αυτή». Στην ίδια ηλικία, περίπου σαράντα χρονών. Η Ελευθερία παντρεμένη, χωρισμένη, με ένα παιδί. Η Μαρία, παντρεμένη, χωρίς παιδιά. Κορίτσια της επαρχίας, μεγαλωμένα όμορφα και ωραία.
Φανταστείτε σκηνικό. Είναι απογευματάκι Ιουνίου, στην πόλη όλα τα μαγαζιά ανοιχτά, κόσμος στους δρόμους. Η Ελευθερία παλεύει να πάρει το γλυφιτζούρι από το χέρι της κόρης της που είναι μικρή ακόμα για να καταλάβει πως δεν πρέπει να δαγκώνουμε αλλά να γλύφουμε. Η Μαρία περνάει από δίπλα της, μιλώντας στο κινητό, με πολλές σακούλες στα χέρια. Αποκτήματα μιας πολύ επιτυχημένης βόλτας στα μαγαζιά. Κάπου ανάμεσα στο «μην δαγκώνεις, είναι σκληρό!», της Ελευθερίας και στο «έλα μωρέ, δεν το λες και ακριβό!», της Μαρίας, τα βλέμματα συναντώνται και πέφτει το πρώτο ταυτόχρονο «ΜΑΡΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΕΣΥ;;;».
Κάπου σε αυτό το σημείο, βάζουμε το διαβολάκι της ειλικρίνειας μέσα στο μυαλό τους και το φίλτρο εκείνο που διαχωρίζει την καθαρή σκέψη από την άλλοτε γεμάτη ψευδή ομιλία, χάνεται και έχουμε δυο ανθρώπους που εκφράζουν αυτό που πραγματικά σκέφτονται.
«Καλημέρα! Δεν το πιστεύω! Ελευθερία, είσαι εσύ, αλήθεια;;»
«Ε ναι, που να με αναγνωρίσεις, Μαράκι μου; Είχες και τριανταπέντε βαθμούς μυωπίας στο Λύκειο!» (πέφτει το γέλιο της αρκούδας)
«Αυτό λες να φταίει, κι όχι το γεγονός πως έγινες σαν φάλαινα μετά τη γέννα;» (δεύτερο κύμα υστερικού γέλωτος)
«Τουλάχιστον εγώ γέννησα. Εσύ αναπαράγεσαι με διχοτόμηση σαν τα βακτήρια!»
«Τώρα να φανταστώ το παίζεις μορφωμένη με αυτό που πέταξες για την διχοτόμηση, Ελευθερίτσα.» (πέφτει η πρώτη ξινίλα)
«Δεν φταίω εγώ που όταν σπούδαζα Βιολογία, εσύ μελετούσες το Κάμα Σούτρα σε όλες τις διεθνής γλώσσες!» (Άουτς)
«Και να φανταστείς πως ο άντρας σου δεν ήξερε καν την μετάφραση!» (ΑΟΥΤΣ)
«Μην ανησυχείς, την έμαθε την μετάφραση καλά όταν του ψιθύρισα Χαίρε ημάς το πλατύφυλλο την στιγμή που τον πετούσα έξω από το σπίτι!» (να το και το αρχαίο, η Βιολόγος)
«Να σου πω την αλήθεια ρε Ελευθερίτσα, καλά έκανες. Ο τύπος ήταν άχρηστος σε όλα!» (έρχεται η πρώτη συνειδητοποίηση)
«Τώρα το κατάλαβες εσύ; Αργά είναι! Τον χώρισες από μένα και πίστευες πως θα κάνεις την τύχη σου με τον άνθρωπο που μπερδεύει την κάλτσα με την πετσέτα!»
«Μόνο αυτό να μπέρδευε, καλά θα ήταν! Ευτυχώς βρήκα τον Σπύρο μου και ξένιασα!»
«Άσε μας καλέ… Δεν βρήκες τον Σπύρο σου. Την πιστωτική του βρήκες…» (βρέχει αλήθειες στην φτωχογειτονιά)
«Τα ίδια λέμε! …Βρε Ελευθερία μου, πάμε για έναν καφέ να τα πούμε καλύτερα;;» (Ώπα, παιδιά, μπερδεύτηκαν τα κρέατα στη σούβλα)
«Βεβαίως! Ένα λεπτό να δώσω την μικρή στην μάνα μου και φύγαμε!» (Περιμένετε! Θέλουμε και δεύτερο ημίχρονο!)
(Κρίμα. Φύγανε στην πραγματικότητα αυτές)
Λοιπόν αγαπητοί μου, δεν ξέρω αν βγάλατε συμπέρασμα από αυτή την καθ’ όλα, λογικό-τα-τη συζήτηση των δυο γυναικών, πάντως εγώ έβγαλα. Ειλικρίνεια, φίλες και φίλοι μου. Καμία από τις δύο δεν υποκρίθηκε πως χάρηκε όταν είδε την άλλη, καμία δεν είπε ψέματα, καμία δεν αρνήθηκε να πει αυτό που σκεφτόταν. Σε καμία περίπτωση η κατάληξη δεν είναι πάντα ευχάριστη. Κερδίζεις φίλους, δημιουργείς έχθρες, κάνεις ανθρώπους να σε εκτιμούν ή ακόμη και να σε μισούν. Ποτέ όμως δεν προδίδεις τον εαυτό σου, διότι με αυτόν ζούσες από την πρώτη στιγμή που άνοιξες τα μάτια σου και με αυτόν θα πορεύεσαι για όλη την υπόλοιπη ζωή σου. Αν δεν είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου και τα συναισθήματα σου, πως περιμένεις να δημιουργήσεις αληθινές σχέσεις με τους ανθρώπους; Αυτό μόνο αναρωτήσου.
About the author
Δεν είμαι κόρη εφοπλιστή, δεν περιμένω τον πρίγκιπα επάνω στο άλογο, δεν είμαι άνθρωπος του «πρέπει». Ζω στον δικό μου χρωματιστό κόσμο, χωρίς όρια, χωρίς σύνορα και με πολύ φαντασία. Να με φωνάζετε «Ντέμι». Αυτή θα είμαι…