Πόλεμος και Ειρήνη

Φαντασιοπλαστείο

Γράφει η Δήμητρα Θεοδωρίδου

28 Σεπτεμβρίου 1943

Αγαπημένε μου Εμμανουήλ

Εύχομαι να είσαι ακόμη ζωντανός καλέ μου. Δε περνά στιγμή που να μη προσεύχομαι στο Θεό για σένα. Η προσευχή στον Κύριο είναι ότι μου έχει απομείνει αυτές τις δύσκολες ώρες. Η πατρίδα μας χάνεται στις μαύρες φλόγες του πολέμου αγάπη μου. Με συγχωρείς που δε μπορώ να ελπίζω σε ένα καλύτερο αύριο γιατί ο φόβος έχει πλέον κατακλείσει κάθε κύτταρο της ύπαρξης μου. Η μόνη μου ευχή είναι να επιβιώσεις για να μπορέσεις να κάνεις μια καινούρια αρχή. Αυτό από μόνο του ξέρω, ακούγεται ουτοπικό μα η ψυχή του Έλληνα δεν σκοτεινιάζει ποτέ. Να το θυμάσαι πάντα αυτό.

Το τέλος μου είναι τόσο κοντά που μου είναι αδύνατο πλέον να αισθανθώ τους χτύπους της καρδιάς μου. Η Αθήνα έχει μετατραπεί σε ένα μεταλλικό κλουβί, χειρότερο από φυλακή. Γερμανοί, Ιταλοί, Έλληνες… Δεν καταλαβαίνω το σκοπό του πολέμου. Ο πατέρας μου είχε πει κάποτε πως πρέπει να πολεμήσεις αν θες να αποκτήσεις κάτι τόσο πολύτιμο όσο η ειρήνη. Για ποια ειρήνη πολεμά ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι; Μεταμφιέζουν τις φιλοδοξίες και τα συμφέροντα τους με το μανδύα της ειρήνης και αυτό γίνεται ο σκοπός του πολέμου. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια τους καταστρέφουν τις ζωές αθώων ανθρώπων, αγάπη μου.

Όλες αυτές τις εβδομάδες που είμαι κλεισμένη σε αυτό το βρωμερό υπόγειο μαζί με άλλες γυναίκες, αναρωτιέμαι… Αξίζει να πεθάνει κανείς για την ειρήνη; Οι Γερμανοί συλλαμβάνουν καθημερινά ανθρώπους και τους εξαφανίζουν από προσώπου γης. Είσαι χριστιανός; Πρέπει να πεθάνεις. Είσαι εβραίος; Εσύ κι αν πρέπει να πεθάνεις. Δεν τους σταματά τίποτα. Ο Χίτλερ έδωσε διαταγές, ο τόπος πρέπει να καθαρίσει απ’ τα μιάσματα. Λες και δεν είμαστε όλοι παιδιά του ίδιου Θεού. Μερικές φορές κοιτάω τα πρόσωπα των άλλων γυναικών και τρομάζω. Δε θέλω να δω πως είναι το δικό μου πρόσωπο. Τα μάτια τους είναι κοκκινισμένα απ’ το ασταμάτητο κλάμα, το δέρμα ωχρό, τα μάγουλα ρουφηγμένα και τα χείλη σκασμένα και ξερά. Μα αυτό που με τρομάζει πιο πολύ είναι εκείνο το άδειο βλέμμα που αντανακλά τον πραγματικό θάνατο. Είναι στιγμές που θέλω να φωνάξω πως δεν μας έχουν πιάσει ακόμα τα Ες-Ες μα ξέρω πως θα δώσω κούφιες ελπίδες σε μελλοθάνατους ανθρώπους. Ακόμα αναρωτιέμαι αν αξίζει να πεθάνει κανείς για την ειρήνη…

Τα πάντα στον πόλεμο είναι αποδείξεις της ανθρώπινης αποτυχίας να ζήσουμε ειρηνικά με αγάπη, έτσι όπως μας δίδαξε ο Ιησούς Χριστός με την αυτοθυσία Του. Η ειρήνη θα έπρεπε να είναι συνυφασμένη με την αγάπη μα… τι λέω; Το ανθρωπόμορφο πλάσμα που ήρθε σε αυτό τον κόσμο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού, αρπάζει, λεηλατεί, καταστρέφει, σκοτώνει για να έχει ειρήνη. Αυτή δε μπορεί να είναι η εικόνα του Θεού.

Είναι ευκολότερο να κερδίσεις έναν πόλεμο παρά να έχεις ειρήνη κι αυτό γιατί η ειρήνη κρύβεται πίσω από έννοιες άγνωστες για το είδος μας. Μπορεί να θεωρείται ασύλληπτο για κάποιους μα η ειρήνη μόνο με αγάπη έρχεται και καλές προθέσεις. Μέσα στο χάος του πολέμου δεν βρίσκεις μήτε αγάπη μήτε καλοκάγαθες προθέσεις.

Δε με νοιάζει που θα πεθάνω. Αν ήσουν εδώ θα με αποκαλούσες κυνική όμως ξέρεις πως δεν είμαι. Έχω συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου μα σκέφτομαι τις μάνες εκείνες που θα κλάψουν πάνω απ’ τα πτώματα των παιδιών τους. Κάτι τέτοιες στιγμές ευχαριστώ τον Κύριο που πήρε τους γονείς μου νωρίτερα. Σε μια ειρηνική χώρα τα παιδιά είναι εκείνα που θάβουν τους γονείς μα σε μια εμπόλεμη κατάσταση συμβαίνει το αντίθετο. Μάνες που μεγάλωσαν με κόπο τα παλικάρια τους αναγκάζονται να μαζέψουν τα νεκρά κορμιά των παιδιών τους και να τα θάψουν, ελπίζοντας να είναι ελαφρύ το χώμα που τα σκεπάζει. Υπάρχουν όμως και μάνες που ποτέ δεν θα έχουν την καταραμένη αυτή ευκαιρία να πουν το τελευταίο αντίο. Χιλιάδες παλικάρια σκοτώνονται στο πεδίο της μάχης και άλλα τόσα βασανίζονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τι μπορεί να πει κανείς σε αυτές τις μάνες; Στο υπόγειο που βρίσκομαι είχαμε τρείς μάνες. Είχαμε… Τώρα είναι δυο. Η τρίτη ήταν η Μαρία Ραφτόπουλου. Αν θυμάσαι, έμενε δυο γειτονιές μετά από εμάς. Τους πέτυχαν τα Ες-Ες σούρουπο με το γιο της τον Αστέριο σε ένα δρομάκι. Δεν πρόλαβαν να κρυφτούν, να ξεφύγουν. Εκτέλεσαν το παιδί μπροστά στα μάτια της. Δεν άντεξε η Μαρία. Όρμησε με προταγμένο το στήθος της μπροστά στις κάνες των γερμανικών όπλων ουρλιάζοντας «Ζήτω Ελλάς!». Τα πτώματα τους πετάχτηκαν στα μαύρα νερά της θάλασσας…

Ένα νόμισμα έχει δυο όψεις. Ο πόλεμος είναι η μια όψη του νομίσματος και η ειρήνη η άλλη, μόνο που το μυαλό μου δεν καταλαβαίνει για ποια ειρήνη ξεκίνησε ετούτος ο πόλεμος. Δεν είναι παράλογο να περιμένει κανείς να βρει ειρήνη στο τέλος ενός ανηλεή πολέμου; Στ’ ορκίζομαι αγάπη μου, ο φόβος έχει οσμή. Μπορεί και μιλάει. Τα μαύρα βράδια προσεύχεται με τρεμάμενη φωνή και τα μουντά πρωινά κλαίει βουβά στις γωνιές της πόλης. Οι βαρβαρότητες έχουν κι εκείνες οσμή. Κάθε λεπτό της μέρας φτάνει στα ρουθούνια μου η μυρωδιά της σαπίλας και του αίματος. Στα σοκάκια της πόλης μόνο δολοφόνοι περπατούν και μερικοί μελλοθάνατοι. Ποτέ πριν η Αθήνα δεν ήταν τόσο σκοτεινή και καταθλιπτική. Η ελπίδα δεν έχει ούτε οσμή ούτε μιλάει. Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει πως είναι τα όνειρα, τα χαμόγελα, οι χαρές, οι ελπίδες. Ο θάνατος είναι το μόνο ευχάριστο τέλος για μερικές βασανισμένες ψυχές.

Εγώ δεν έχω ξεχάσει, αγαπημένε μου. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια χώρα που ο ήλιος είναι φωτεινότερος απ’ οπουδήποτε αλλού. Τα μάτια μου είδαν θάλασσες, πεδιάδες και βουνά που δε μπορούν να ξεχάσουν. Το στόμα μου έμαθε να μιλάει μια ευλογημένη γλώσσα. Τα χέρια μου έπιασαν βιβλία φιλοσοφίας, ιστορίας, ιατρικής, μαθηματικών… Έμαθα να αγαπώ και να αγαπιέμαι. Η κάθε μέρα ήταν ευλογία για μένα και το χαμόγελο σπάνια έφευγε απ’ το πρόσωπο μου. Προστάτευα τους αγαπημένους μου, τιμούσα τους γονείς μου, βοηθούσα τους αδύναμους και απέφευγα τις συγκρούσεις με τους συνανθρώπους μου. Αυτή ήταν η ηρεμία και η ειρήνη μου. Όχι, με συγχωρείς… Αυτή είναι η ειρήνη μου. Είναι τόσο ανώφελο να αναρωτιέμαι ποιες είναι οι αιτίες που ξεκίνησε αυτός ο πόλεμος. Τι κι αν δεν υπάρχει αιτία; Ο πόλεμος πάντα βρίσκει τρόπο… Εμείς, ο καθένας ξεχωριστά, καλούμαστε να ψάξουμε μέσα μας για να ανακαλύψουμε αν υπάρχει λόγος να τον συνεχίσουμε. Εάν πρέπει λοιπόν να πολεμήσω και να πεθάνω για τη δική μου ειρήνη, θα το κάνω.

Εύχομαι να είσαι ακόμη ζωντανός καλέ μου… Εύχομαι να ανακάλυψες τη δική σου ειρήνη και να πολεμάς για αυτή. Θα είναι σα να πολεμάς για την ειρήνη όλων. Μήπως αυτό δε κάνει ο καθένας μας; Το όνομα μου είναι στη λίστα των μελλοθάνατων γιατί η πίστη μου στη χριστιανοσύνη δεν είναι αποδεκτή από το γερμανικό κατεστημένο. Ακόμη κι αν μπορούσα, δε θα ήθελα να ξεφύγω απ’ τον επερχόμενο θάνατο μου. Ας με σκοτώσουν. Σε αυτές τις τελευταίες στιγμές δε θέλω να καταστρέψω την ειρήνη μου. Δε θα τους μισήσω γι’ αυτό που κάνουν. Έζησα τη ζωή μου μέσα στην αγάπη, δεν μπορώ να αλλάξω τώρα.

Ένα κομμάτι της αλήθειας μου είναι αποτυπωμένο στα πρόσωπα όλων των γυναικών στο υπόγειο. Φαίνεται στο βλέμμα τους πως η ειρήνη δεν μπορεί να είναι προσωπικό θέμα διότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε αδέρφια. Η ηρεμία, η γαλήνη, η αγάπη, η παρηγοριά και η ανακούφιση που αναζητάμε στο λαμπρό πρόσωπο της ειρήνης δεν είναι απλά λέξεις. Είναι ανθρώπινες ανάγκες που ο πόλεμος αδυνατεί να μας προσφέρει όμως αυτό που μπορεί να καταφέρει είναι να μας κάνει να τις εκτιμήσουμε περισσότερο.

Είμαι περήφανη για το Ελληνικό έθνος. Είμαι περήφανη για εσένα… μα είναι ατιμία να κρύβομαι στη σκοτεινιά του φόβου και να ελπίζω να ζήσω. Δεν είναι εγωιστικό να σκέφτομαι τον εαυτό μου όταν τόσοι άνθρωποι, πολεμιστές και μη, άνδρες και γυναίκες, Έλληνες και Γερμανοί, αφήνουν τη στερνή τους πνοή στο αιματοβαμμένο πεδίο της μάχης; Κουράστηκα να κρύβομαι, καλέ μου… Θέλω να παλέψω κι εγώ για να λάμψει ξανά ο ήλιος πάνω απ’ τις βουνοκορφές της χώρας μας. Θέλω να βοηθήσω κι εγώ την ειρήνη να βρει το δρόμο της να γυρίσει πίσω στις καρδιές του λαού μας. Μην κλάψεις για το θάνατο μου… Να ξέρεις πως μέχρι και την τελευταία μου στιγμή θα σκέφτομαι τον καταπράσινο κήπο του σπιτιού μας, το αλμυρό νερό της γαλάζιας θάλασσας, το γλυκό σου πρόσωπο να μου χαμογελάει κάθε πρωί, τη γαλήνια φωνή σου να μου διαβάζει ποιήματα… Θα σκέφτομαι τους γονείς μου και την ζεστή αγκαλιά τους. Θα σκέφτομαι την αγάπη και την ειρήνη.

Μακάρι να είσαι ακόμα ζωντανός καλέ μου. Θα σ’ αγαπώ…

Ελεονόρα

………………………
Η Ελεονόρα Αλεξίου-Πολίτη, 25 ετών, σύζυγος Εμμανουήλ Πολίτη, συνελήφθη σε μπλόκο των Ες-Ες τον Δεκέμβριο του 1943 και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Κατά τη διάρκεια των αναγκαστικών ιατρικών έλεγχων στο στρατόπεδο, οι Γερμανοί ανακάλυψαν πως η Ελεονόρα Πολίτη ήταν στην αρχή μιας εγκυμοσύνης μα εκείνη δεν το έμαθε ποτέ. Έπειτα από μια σειρά απάνθρωπων βασανιστηρίων, την εκτέλεσαν μερικούς μήνες αργότερα.

Ο Εμμανουήλ Πολίτης, 28 ετών, σύζυγος Ελεονόρας Αλεξίου, έπεσε στο πεδίο της μάχης τον Ιανουάριο του 1944. Δεν έλαβε το γράμμα της Ελεονόρας γιατί εκείνη ποτέ δεν το έστειλε. Τρία χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, κάτω από ένα σανίδι στο πάτωμα του υπογείου όπου κρυβόταν η Ελεονόρα, βρέθηκε το γράμμα. Ήταν γραμμένο πάνω σε έναν κομματιασμένο χάρτη της Ελλάδος.

(Η ιστορία καθώς και οι χαρακτήρες είναι προϊόντα μυθοπλασίας)

(Εμπεριέχει αποφθέγματα γνωστών ελλήνων και ξένων προσώπων)

Facebook Comments

About the author

Author profile

Δεν είμαι κόρη εφοπλιστή, δεν περιμένω τον πρίγκιπα επάνω στο άλογο, δεν είμαι άνθρωπος του «πρέπει». Ζω στον δικό μου χρωματιστό κόσμο, χωρίς όρια, χωρίς σύνορα και με πολύ φαντασία. Να με φωνάζετε «Ντέμι». Αυτή θα είμαι…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.